γιαγλής, ο,
ουσ. [<τουρκ. yagli (= λιπαρός, λιγδερός)], (στη γλώσσα της αργκό) το
κορόιδο: «αν ψάχνεις για γιαγλή, σε πληροφορώ πως δεν είμαι»·
-
(δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής, (δεν)
εξαπατούμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «με πιάσανε γιαγλή
κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο
ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι
γιατρός / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν
κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν)
πιάνομαι κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
-
τον πιάνω γιαγλή, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «ήθελε να μου
κάνει τον έξυπνο, αλλά τον έπιασα γιαγλή χωρίς να το καταλάβει». Συνών. τον
πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον
πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.