γιαγκίνι κ.
γιανκίνι, το, ουσ. [<τουρκ. yangιn]. 1. η πυρκαγιά, η φωτιά, ιδίως αυτή που
προέρχεται από εμπρησμό. (Λαϊκό τραγούδι: σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι στο
ντουνιά δεν έχει γίνει, κάηκε κι έγινε στάχτη κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι). 2.
κατ’ επέκταση, η αφόρητη ζέστη: «γιαγκίνι σαν το φετινό καλοκαίρι είχαμε χρόνια
να περάσουμε»·
-
άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο, πυρπολήθηκα
από έρωτα: «απ’ την πρώτη ματιά που της έριξα άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου».
(Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα μια κούκλα μ’ έχει κάψει κοριτσάρα,
τσαχπίνα, λυγερή στην καρδιά μου γιαγκίνι έχει ανάψει κι αφού το ξέρει
μου κάνει το βαρύ)·
-
έχω γιαγκίνι στην καρδιά, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο, φλέγομαι από έρωτα:
«κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, κορώνω, γιατί έχω για πάρτη της γιαγκίνι
στην καρδιά». Συνών. έχω λάβρα στην καρδιά·
-
τον κάνω να φωνάξει γιαγκίν βαρ [τουρκ. yangin var (= υπάρχει
πυρκαγιά)], α. (στη γλώσσα της αργκό) τον φέρνω στο σημείο, που δεν
μπορεί να κάνει άλλο υπομονή και ξεσπάει: «πώς να μη φωνάξει γιαγκίν βαρ ο
άνθρωπος με τέτοια γκρινιάρα γυναίκα που έχει!». β. τον πιέζω, τον εξαναγκάζω
για κάτι και τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση: «μόνο αν τον κάνεις να φωνάξει
γιαγκίν βαρ, θα πάρεις πίσω τα λεφτά σου».