για, σύνδ.
διαζευκτ. [<τουρκ. ya], ή: «για σταφύλι θα φας για καρπούζι || για ο ένας θα
’ρθει για ο άλλος». (Λαϊκό τραγούδι: ντέρτι μεράκι, πικρό φαρμάκι πίνω για
σένα, μα σ’ αγαπώ, φονιάς θα γίνω, μα δε σ’ αφήνω, για θα σε πάρω, για
θα χαθώ // δεν μπορώ να καταλάβω Τούρκα είσαι για Ρωμιά, για Εγκλέζα,
για Φραντζέζα κι έχεις τόσην ομορφιά)·
-
ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, βλ. λ. μούτρο·
-
ο κοντός, για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
-
όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα.