γηρατειά, τα, ουσ. [<γερατειά], τα γηρατειά·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’
αφτιά, ο γέρος
άνθρωπος δεν πρέπει να παντρεύεται, γιατί δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις
απαιτήσεις του γάμου: «πέρασαν τα χρόνια μου και δεν είμαι για γάμο, γιατί,
όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά».