γεύση, η, ουσ.
[<αρχ. γεύσις <γεύομαι], η γεύση·
-
αφήνω μια γεύση (σε κάποιον), προκαλώ με κάποια ενέργειά μου μια
περιορισμένη αίσθηση ή εντύπωση σε κάποιον: «τον πρώτο καιρό, ο χωρισμός τους
της άφησε μια γεύση πικρίας». Πολλές φορές, μετά το μια ακολουθεί το πρώτη·
-
ίδια γεύση, δεν υπάρχει διαφορά από τα προηγούμενα, τα οποία συνήθως δεν
είναι αρεστά ή ευχάριστα, και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς
πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- παίρνω γεύση, (για φαγητά) νοστιμεύω: «μόλις έριξε λίγο αλάτι,
αμέσως πήρε γεύση το φαγητό»·
- πήρα μια γεύση, δοκίμασα, ένιωσα κάποιο αίσθημα κάποια εντύπωση, που
προέκυψε από κάποια ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: «απ’ τη μέρα που γνώρισα
αυτόν τον άνθρωπο, πήρα μια γεύση για το τι εστί πραγματικός φίλος || μου
συμπεριφέρθηκε τόσο ύπουλα, που πήρα μια γεύση τι εστί προδοσία». Πολλές φορές,
μετά το μια ακολουθεί το πρώτη.