γερός, -ή,
-ό, επίθ. [<μσν. γέρος <αρχ. γέρων], γερός. 1. που είναι
υγιής, δυνατός, ρωμαλέος: «η γυμναστική κάνει γερά κορμιά». 2. που είναι
έμπειρος, ικανός: «είναι γερός μηχανικός || είναι γερός στην έκθεση». Επίρρ. γερά,
με δύναμη, με ένταση: «Άρη, γερά, με τσαμπουκά», προτρεπτικές ιαχές φιλάθλων
του μπάσκετ στους παίχτες να παίξουν με δύναμη και με παλικαριά. (Ακολουθούν 57
φρ.)·
-
βαράω στα γερά, (στη γλώσσα της αργκό) πυροβολώ σε καίρια σημεία του
σώματος με σκοπό να σκοτώσω, ρίχνω στο ψαχνό: «μόλις ακούστηκε πυρ, αρχίσαμε
όλοι να βαράμε στα γερά». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, τ’ άρματά μου είναι
απ’ τα καλά, ξέρω και τα τραβάω, βαράω στα γερά). Συνών. βαράω
στα γεμάτα / ρίχνω στα γεμάτα·
-
βαστώ γερά, βλ. φρ. κρατώ γερά·
-
γερή μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
-
γερό να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, ευχή σε ζευγάρι που περιμένει παιδί να
γεννηθεί υγιέστατο, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν είναι αγόρι ή κορίτσι·
-
γερό να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, αρκεί να κατουράει όρθιο, βλ. φρ. γερός
να ’ναι κι ό,τι να ’ναι·
-
γερό νόμισμα, βλ. λ. νόμισμα·
-
γεροί να ’στε να τον θυμάστε ή γεροί να ’στε να τον θυμόσαστε, ευχή
για υγεία στην οικογένεια εκλιπόντος·
-
γερός να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, ευχή σε ζευγάρι που περιμένει παιδί να
γεννηθεί υγιέστατο, και, ενώ θέλουμε να δείξουμε πως δεν ενδιαφερόμαστε για το
φύλο του, το χαρακτηρίζουμε αρσενικό·
-
γερός να ’σαι να τον θυμάσαι, ευχή για υγεία σε στενό συγγενή εκλιπόντος·
-
δεν πατάς γερά, δεν είσαι πολύ σίγουρος, δεν έχεις απόλυτη σιγουριά:
«απ’ όσα μου λες, υποπτεύομαι πως δεν πατάς γερά, γι’ αυτό θα πρέπει να
συμβουλευτείς κάποιο δικηγόρο»·
-
είναι γερή κανάτα, βλ. λ. κανάτα·
-
είναι γερό κανάτι, βλ. λ. κανάτι1·
-
είναι γερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
είναι γερό κόζι, βλ. λ. κόζι·
-
είναι γερό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
-
είναι γερό κουτάλι, βλ. λ. κουτάλι·
-
είναι γερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
είναι γερό πετσί, βλ. λ. πετσί·
-
είναι γερό πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
-
είναι γερό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
-
είναι γερό σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
-
είναι γερό σκαρί, βλ. λ. σκαρί·
-
είναι γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
είναι γερός και δυνατός, είναι πάρα πολύ καλά στην υγεία του, χαίρει
άκρας υγείας: «οι κακές γλώσσες έλεγαν πως δεν είναι καθόλου καλά στην υγεία
του, αλλά εγώ, που τον είδα, διαπίστωσα πως είναι γερός και δυνατός»·
-
είναι γερός πόντος, βλ. λ. πόντος·
-
έχει γερά θεμέλια, βλ. λ. θεμέλια·
-
έχει γερά νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
-
έχει γερή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
έχει γερή μύτη, βλ. λ. μύτη·
-
έχει γερό αφτί, βλ. λ. αφτί·
-
έχει γερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
έχει γερό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
-
έχει γερό κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
-
έχει γερό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
-
έχει γερό μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
έχει γερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
έχει γερό ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
-
έχει γερό σκαρί, βλ. λ. σκαρί·
-
έχω γερά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
-
έχω γερές βάσεις, βλ. λ. βάση·
-
έχω γερές πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
-
έχω γερό δόντι, βλ. λ. δόντι·
-
έχω γερό κόζι, βλ. λ. κόζι·
-
έχω γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
θέλει γερά κότσια, βλ. λ. κότσι·
-
κρατώ γερά, αντέχω, υπομένω με δύναμη, με θάρρος: «σ’ όλες τις δυσκολίες,
που του ’τυχαν στη ζωή του, κράτησε γερά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου,
φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει
η ζωή)·
-
παθαίνω γερό τράκο, βλ. λ. τράκο·
-
παίζω με γερό χαρτί ή παίζω με γερά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
-
πατώ γερά, βρίσκομαι σε σίγουρη κατάσταση, νιώθω απόλυτη σιγουριά: «μόνο
αν πατώ γερά, ξεκινώ μια δουλειά»·
-
πατώ γερά (πάνω) στη γη, βλ. λ. γη·
-
ρίχνω στα γερά, βλ. συνηθέστ. βαράω στα γερά·
-
σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
-
στα γερά, (στη γλώσσα της αργκό) με δύναμη, με ένταση: «μάλωσαν στα
γερά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι το Μαριανθάκι που δεν αγάπησα ποτέ τα λεφτά
έρε! να δεις μεράκι, κουβαρνταλίκι με τους μάγκες στα γερά). Συνών. στα
γεμάτα·
-
τα πατώ γερά, έχω πάρα πολλά χρήματα, είμαι πολύ πλούσιος: «όταν τα
πατάς γερά, πας όπου θέλεις και κάνεις ό,τι θέλεις». Από την εικόνα του ατόμου
που πιέζει με δύναμη τα χαρτονομίσματα για να χωρέσουν στο συρτάρι του ταμείου
του ή που κάθεται με δύναμη πάνω στη δεσμίδα των χαρτονομισμάτων για να μειώσει
με το βάρος του τον όγκο της·
-
τον κρατώ γερά, έχω στοιχεία εναντίον του και για το λόγο αυτό τον έχω
υποχείριό μου: «θα καταθέσει στη δίκη ό,τι του πούμε, γιατί τον κρατώ γερά με
κάτι ακάλυπτες επιταγές του που έχω στα χέρια μου»·
-
τρώω γερή φάπα, βλ. λ. φάπα·
-
τρώω γερό τράκο, βλ. λ. τράκο·
-
χτυπώ στα γερά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. βαράω στα γερά.