αγωνία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀγωνία <ἀγών, επειδή ο αγωνιζόμενος υποφέρει], η αγωνία· (για
χαρτοπαίγνιο) διασκεδαστικό παιχνίδι, που παίζεται με μια ή δυο τράπουλες: «το
βράδυ μαζεύτηκε νωρίς στο σπίτι κι έπαιξε αγωνία με την οικογένειά του»·
- πεθαίνω
από αγωνία ή πεθαίνω απ’ την αγωνία μου, αγωνιώ πάρα πολύ: «κάθε
φορά που αργούν να γυρίσουν το βράδυ τα παιδιά μου στο σπίτι, πεθαίνω από
αγωνία».