γέροντας, ο, θηλ. γερόντισσα,
η, ουσ.
[<μσν. γέροντας <αρχ. γέρων], ο γέρος. 1. άτομο
που λόγω προχωρημένης ηλικίας εμπνέει σεβασμό: «ένας σεβάσμιος γέροντας
διηγιόταν στους επισκέπτες την ιστορία της εκκλησίας του χωριού». 2α. τιμητική προσφώνηση σεβάσμιου
κληρικού ή μοναχού: «καλή σας μέρα, γέροντα!». β. ο πνευματικός πατέρας κληρικού ή
μοναχού: «κάθε τόσο πηγαίνει στο μοναστήρι και συμβουλεύεται το γέροντα». γ. το θηλ. η γερόντισσα, η προϊσταμένη μοναχή: «η
γερόντισσα δεν επιτρέπει επισκέπτες στο μοναστήρι». 3. στον πλ. οι γέροντες και οι γερόντοι, οι προύχοντες, οι προεστοί, οι
δημογέροντες: «οι γέροντες συμφώνησαν να επισκεφθούν το Νομάρχη για να του
εκθέσουν τα προβλήματα του χωριού».
Υποκορ. γεροντάκος, ο και γεροντάκι, το·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, δηλώνει πως πρέπει να παίρνουμε
από κάποιον ηλικιωμένο τα προτερήματα και όχι τα ελαττώματά του: «να προσέχεις
εκεί που θα πας και να ’χεις πάντα τ’ αφτιά σου ανοιχτά κι όταν θα μπαίνεις σε
συντροφιές, του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο».