αγώι κ. αγώγι, το, ουσ.
[<μσν. ἀγώγιν <αρχ. ἀγώγιον], η διαδρομή που κάνει ο αγωγιάτης με το ζώο
ή την άμαξά του μεταφέροντας κάποιον, κάποιους ή κάτι έναντι προσυνεννοημένης
αμοιβής, το φορτίο που μεταφέρει, καθώς και αυτή η ίδια η αμοιβή: «σήμερα έκανα
δέκα αγώγια || τι αγώι έχεις; || πόσο πάει τ’ αγώι;»· η έκφραση χρησιμοποιείται
και από τους ταξιτζήδες·
- τ’
αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη, η προσφορά εργασίας και η αμοιβή που επακολουθεί
ενεργοποιεί αυτόν που θέλει ή που έχει ανάγκη να εργαστεί: «μόλις κέρδισε τα
πρώτα του λεφτά, θέλησε να επεκτείνει τη δουλειά του, γιατί το αγώι ξυπνά τον
αγωγιάτη || όταν ο πατέρας του έχασε την περιουσία τους, αυτός άρχισε να ψάχνει
για δουλειά, γιατί τ’ αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη».