γεράματα, τα, ουσ. [<μτγν. γηράματα, πλ του ουσ. γήραμα
<γηρῶ <γηράσκω], η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά. (Τραγούδι: μέσα
στους δρόμους να κυλιόμαστε με γεια μας με χαρά μας, να ’χουμε κάτι να
θυμόμαστε για τα γεράματά μας)·
-
βαθιά γεράματα, προχωρημένη ηλικία: «πέθανε σε βαθιά γεράματα»·
-
καλά γεράματα! α. ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για σταθερή, μόνιμη
και αδιατάρακτη συμβίωση. Συνών. καλά στερνά! (α) / στεριωμένα! (ενν. τα
στέφανα του γάμου) / στεριωμένοι! β. ευχή σε κάποιον να ζήσει
ευτυχισμένα και ανώδυνα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. γ. έκφραση με
την οποία δυσανασχετούμε ή δείχνουμε τη δυσαρέσκειά μας, επειδή θα μας δοθεί
κάτι πάρα πολύ αργά: «αν μου το δώσεις τότε που μου λες, καλά γεράματα!». δ.
(ειρωνικά) τώρα που το κατάλαβες, τώρα που το αντιλήφθηκες, χάθηκε η ευκαιρία:
«ήρθα για τη δουλειά που έγραφαν οι μικρές αγγελίες. -Τώρα που ήρθες, καλά
γεράματα, γιατί τη δουλειά την πήρε άλλος!»·
-
καλά νιάτα, κακά γεράματα, τα συνεχή γλέντια και ξενύχτια, οι συνεχείς
διασκεδάσεις που κάνει κανείς, όταν είναι νέος, θα έχουν βλαβερές συνέπειες
στην υγεία του, όταν θα γεράσει·
-
με τσάκισαν τα γεράματα, με κατέβαλαν, με εξουθένωσαν: «κάποτε ήμουν
όμορφος κι ωραίος, αλλά τώρα με τσάκισαν τα γεράματα»·
-
τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα
τους, στον καιρό τους, στην κατάλληλη στιγμή ή ηλικία. Συνών. κάθε πράγμα
στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά
κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός
φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον
Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.