γερακίνα, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. γεράκι], το θηλυκό γεράκι·
-
της γερακίνας γιος, άντρας γενναίος, περήφανος, ελεύθερος, ανεξάρτητος,
ανυπότακτος: «δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, γιατί είναι της γερακίνας γιος;».
(Λαϊκός τραγούδι: μα εγώ δε ζω γονατιστός είμαι της γερακίνας γιος, τι
κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές εγώ αντέχω τις φωτιές).