γεννώ κ. γεννάω, ρ. [<αρχ. γεννάω -ῶ], γεννώ.
(Ακολουθούν 28 φρ.)·
-
άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
-
αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
-
αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
-
βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
-
γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν ή γαμώ τη μάνα που με
γένναγε, βλ. λ. μάνα·
-
γεννάει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
-
γεννάνε τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
-
γεννούν και τα κοκόρια του, βλ. λ. κοκόρι·
-
γεννούν κι οι πετεινοί του, βλ. λ. πετεινός·
-
για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, βλ. λ. γαμπρός·
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ. γριά·
- εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε; βλ. λ. μάνα·
- θα γεννούσα! έκφραση δυσαρέσκειας από κάποιον που τον αφήσαμε να
περιμένει πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού μας. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το λίγο ακόμα και·
-
θα το γεννήσω; έκφραση δυσαρέσκειας σε κάποιον που μας ζητάει φορτικά να
του δώσουμε κάτι που δεν έχουμε: «αφού στο ’πα χίλιες φορές πως δεν έχω αυτό
που μου ζητάς, θα το γεννήσω;»·
-
λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, δηλώνει πως
παρ’ όλες τις φροντίδες και τις περιποιήσεις ενός παιδιού από κάποιον, δεν
είναι δυνατόν να διαρρήξει το δεσμό του με τους γονείς του, ιδίως με τη μητέρα
του: «όσο κι αν προσπαθείς με τα κόλπα σου να με κάνεις να ξεχάσω τους γονείς
μου, λούσε με, χτενίσε με, ξέρω ποιος με γέννησε»·
-
μάνα, γιατί με γέννησες! βλ. λ. μάνα·
-
μια φορά με γέννησε η μάνα μου, βλ. λ. μάνα·
-
οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
-
όπως τον (τη) γέννησε η μάνα του (της), βλ. λ. μάνα·
-
σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
-
σαν να τον γέννησα ή σαν να τον έχω γεννήσει, γνωρίζω πάρα πολύ
καλά την ψυχοσύνθεση, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του ατόμου για το οποίο
γίνεται λόγος: «είμαι σίγουρος πως θα ενεργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί τον
ξέρω, σαν να τον έχω γεννήσει»·
-
σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. βάρκα·
-
σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. σπηλιά·
- σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. τσαντίρι·
-
την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, βλ. λ. μάνα·
-
το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, βλ. λ. σκούφια·
-
το σκυλί αρνί δε γεννάει, βλ. λ. αρνί·
-
τον έχω γεννήσει, τον ξέρω πάρα πολύ καλά, γνωρίζω όλες τις αδυναμίες
του κι όλες τις ιδιοτροπίες του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ αυτόν.