γέννημα, το, ουσ. [<αρχ. γέννημα <γεννῶ], το γέννημα. 1.
ο γόνος, το παιδί, η γέννα: «ένα γέννημα να είχα ακόμα σαν και σένα, θα ήμουν
τώρα στο τρελοκομείο». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω και δε
λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι). 2. στον
πλ. τα γεννήματα, τα γεωργικά προϊόντα, ιδίως τα δημητριακά·
-
είναι γέννημα θρέμμα, α. άνθρωπος γεννημένος και μεγαλωμένος στον
ίδιο τόπο και η έκφραση δηλώνει περηφάνια για τον τόπο καταγωγής: «είναι
γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ από κείνα τα παιδιά που
’χουν καρδιά ωραία, γέννημα του Προφήτη Λια και θρέμμα του Περαία). β.
άνθρωπος γεννημένος και αναθρεμμένος από τους ίδιους γονείς, και κατ’ επέκταση
άνθρωπος που έχει πάρει τις καλές ή τις κακές ιδιότητες των γονιών του: «είναι
γέννημα θρέμμα ο πατέρας του». γ. άνθρωπος που από τα παιδικά του χρόνια
μεγάλωσε και διαμορφώθηκε σε ένα περιβάλλον, πράγμα που τον έκανε αγαπητό σε
αυτό το χώρο: «ο Αλεξιάδης ήταν γέννημα θρέμμα του Άρη, ενώ ο Κούδας υπήρξε
γέννημα θρέμμα του Π.Α.Ο.Κ.»·
-
είναι γέννημα της φαντασίας σου, δεν είναι αληθινά, υπαρκτά, είναι
δημιούργημα, αποκύημα της φαντασίας: «έχω την εντύπωση πως όλα αυτά που μου λες
είναι γέννημα της φαντασίας σου».