γέννα, η,
ουσ. [<αρχ. γέννα <γεννῶ], η γέννα· ο γόνος, το παιδί: «ποιανής γέννα
είναι αυτή η πιτσιρίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: ζουρλοπαντρεμένης γέννα, ζούρλανες
και μένανε, τη μανούλα μου λυπήσου, όπου μ’ έχει ένανε)
-
γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, πολλές φορές οι
ευχάριστες καταστάσεις έχουν δυσάρεστα επακόλουθα. Από το ότι η σεξουαλική
πράξη δίνει ηδονή στη γυναίκα, ενώ η γέννα πόνο·
-
είναι διαβόλου γέννα, βλ. λ. διάβολος·
-
είναι δράκου γέννα, βλ. λ. δράκος·
-
είχε άσχημη γέννα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος υπέφερε, γιατί
γέννησε με δυσκολία: «φοβάται να μείνει ξανά έγκυος, γιατί είχε άσχημη γέννα»·
-
είχε δύσκολη γέννα, βλ. φρ. είχε άσχημη γέννα·
-
είχε εύκολη γέννα, βλ. φρ. είχε καλή γέννα·
- είχε κακή γέννα, βλ. συνηθέστ. είχε άσχημη γέννα·
- είχε καλή γέννα, η γυναίκα για την οποία γίνεται
λόγος, γέννησε με ευκολία και χωρίς προβλήματα: «αν κι έβγαλε δίδυμα, είχε καλή
γέννα»·
-
καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας
πληροφορεί πως κάποιος είναι καλό παιδί, ενώ εμείς έχουμε εντελώς διαφορετική
γνώμη. Είναι φορές που λέγεται και με συμπάθεια·
-
κάνω γέννα, (για γυναίκες) γεννώ: «έχω τέσσερα παιδιά, γι’ αυτό δε θέλω
να κάνω άλλη γέννα». (Λαϊκό τραγούδι: σύρε να πεις τη μάνα σου οχ, να κάνει
κι άλλη γέννα, όπως έκανε και σένα)·
-
χάλασε στη γέννα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος επιδεικνύει κακό
χαρακτήρα ή κακή συμπεριφορά από γεννησιμιού του: «αυτός δε χάλασε τώρα, αγόρι
μου, αυτός χάλασε στη γέννα». (Λαϊκό τραγούδι: και ο Τσιτσάνης, ρε παιδιά,
είναι παιδί στην πένα· κάνει πολύ το ζόρικο, μα χάλασε στη γέννα).