Γενάρης, ο, ουσ. [<μσν. Γεννάριος <λατιν. Iennarius <Ianuarius], ο μήνας Ιανουάριος·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα.
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, λέγεται γιατί, κατά τη διάρκεια
του Γενάρη, το φεγγάρι είναι πολύ λαμπερό.