αγύριστος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + γυριστός <γυρίζω], αγύριστος. 1. (για τόπους) που
δεν τον γύρισαν, που δεν τον περιηγήθηκαν: «απ’ όλη τη Θεσσαλονίκη έχουμε ακόμη
αγύριστη την παλιά πόλη». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αγύριστος, (ενν.
τόπος) εκεί που, όποιος πάει, δεν μπορεί πια να επιστρέψει, ο Άδης, ο θάνατος
και, κατ’ επέκταση, ο διάβολος. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
αγύριστα μυαλά ή
αγύριστο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- αγύριστο
κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- αγύριστο
πατσί, βλ. λ. πατσί·
- άι
στον αγύριστο! βλ. φρ. να πας στον αγύριστο(!)·
- ας
πάει στον αγύριστο, (για
πρόσωπα ή πράγματα) έχει πάψει πια να με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για την τύχη του:
«από τη στιγμή που έπαψε ν’ ακούει τις συμβουλές μου, ας πάει στον αγύριστο ||
αφού δε λειτουργεί άλλο το μηχάνημα, ας πάει στον αγύριστο»·
- δανεικά
κι αγύριστα, βλ. λ. δανεικά·
- δεν
άφησε αγύριστο λιθάρι, βλ. λ. λιθάρι·
- έφυγε
για τ’ αγύριστο ταξίδι
- να
πας στον αγύριστο! α. είδος κατάρας με την έννοια να φύγεις και να
μην ξαναγυρίσεις, να πας στο διάβολο και κατ’ επέκταση να πεθάνεις. β.
δηλώνει και πλήρη αδιαφορία στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα πού θα
πάω(;)· βλ. και φρ. να πας στ’ ανάθεμα, λ. ανάθεμα·
-
πήγαινε στον αγύριστο! βλ.
φρ. να πας στον αγύριστο(!)·
-
πήγε στον αγύριστο, α.
έκφραση τέλειας
αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έφυγε και δεν ξαναγύρισε και,
κατ’ επέκταση, πέθανε, σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του και
κάποια μέρα πήγε στον αγύριστο». γ. έκφραση ανακούφισης για την
αναχώρηση από το χώρο μας κάποιου ανεπιθύμητου ή ενοχλητικού προσώπου ύστερα
από πολλή ώρα: «ήταν μια ώρα στο γραφείο μου και αερολογούσε, ώσπου, επιτέλους,
πήγε στον αγύριστο κι ηρέμησε το κεφάλι μου». δ. (για μηχανήματα) έπαψε
να λειτουργεί, αχρηστεύτηκε: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας, αλλά
μέσα σε λίγο καιρό πήγε στον αγύριστο». Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα / πήγε στα
κομμάτια / πήγε στα τσακίδια / πήγε στο διάβολο / πήγε στον εξαποδώ·
- στον
αγύριστο! (για πρόσωπα) έχει πάψει πια να με ενδιαφέρει γι’ αυτό ας φύγει
και να μην ξαναγυρίσει, ας πάει στο διάβολο και, κατ’ επέκταση, όταν δίνεται ως
κατάρα, ας πεθάνει: «αν δε φιλιώσεις μαζί του, θα φύγει. -Στον αγύριστο!»·
- τ’
αγύριστο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- τον
έστειλε στον αγύριστο, α. τον έδιωξε βίαια, τον διαβολόστειλε:
«επειδή κάθε τόσο του δημιουργούσε προβλήματα στη δουλειά του, τον έστειλε στον
αγύριστο». β. τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «δεν τον είδε που πετάχτηκε
ξαφνικά μπροστά στ’ αυτοκίνητό του και τον έστειλε στον αγύριστο || πήγε κρυφά
από πίσω του και με μια μαχαιριά τον έστειλε στον αγύριστο».