γελασμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. παθητ. παρακ. του ρ. γελώ],
που εξαπατήθηκε, που ξεγελάστηκε: «ο μόνος γελασμένος στη μοιρασιά ήμουν στο
τέλος εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα είμαι δικασμένος δυο φορές ο δυστυχής απ’
το φίλο γελασμένος κι από σένα προδοθείς)·
-
βγαίνω γελασμένος, τα πράγματα δεν είναι ή δεν ήρθαν όπως τα νόμιζα ή τα
περίμενα: «κάθε φορά που δείχνω εμπιστοσύνη σ’ ένα άτομο, τις πιο πολλές φορές
βγαίνω γελασμένος». (Λαϊκό τραγούδι: στο μονοπάτι που τραβάς αν θα ’βγεις
γελασμένη,θυμήσου μια φτωχή καρδιά που πάντα σε προσμένει)·
-
είσαι γελασμένος, τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα λες ή έτσι όπως τα
νομίζεις, δεν είναι όπως τα περίμενες ή όπως θα ήθελες να είναι: «είσαι
γελασμένος, αν νομίζεις πως έγινε έτσι η υπόθεση || είσαι γελασμένος, αν
πιστεύεις ακόμα πως θα ’ρθει».