γελάδα κ.
αγελάδα, η, ουσ. [<αγελάδα], η αγελάδα. 1. (κοροϊδευτικά)
γυναίκα χοντρή και δυσκίνητη: «άφησε την τάδε που ήταν σαν μπιμπελό και πήρε
αυτή τη γελάδα μόνο, και μόνο επειδή έχει λεφτά». 2. (υποτιμητικά)
γυναίκα που λόγω κακής συμπεριφοράς δεν προξενεί καμιά φιλική διάθεση, καμιά
συμπάθεια: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί το ’χει μια γελάδα που ούτε να τη
βλέπω δε θέλω». 3. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «έλα δω, μωρή
γελάδα, γιατί με κατηγόρησες;»·
-
σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, λέγεται για άτομο που,
ενώ αγωνίζεται, πασχίζει, μοχθεί να δημιουργήσει κάτι προς όφελός του ή και
προς όφελός μας, την τελευταία στιγμή που είναι να ωφεληθούμε είτε από
απροσεξία, βιασύνη, ανυπομονησία είτε από δολιότητα ή φθόνο το καταστρέφει. Η
έκφραση πιο αναλυτική είναι ολόκληρη εξιστόρηση: μοιάζεις σαν τη γελάδα που,
ενώ κάθεται υπομονετικά και την αρμέγουν, μόλις πάνε να πάρουν το γάλα που της
άρμεξαν, κλοτσά την καρδάρα και το χύνει.