γεγονός, το, ουσ. [<αρχ. γεγονός, ουδ. μτχ. του γέγονα, παρακ.
του ρ. γίνομαι], το γεγονός·
-
είναι γεγονός, είναι αποδεδειγμένο, είναι πράγμα βέβαιο, αναμφισβήτητο:
«δε θέλω ν’ αμφισβητείς τα λεγόμενά μου, γιατί αυτό που σου λέω είναι γεγονός»·
-
το γεγονός της ημέρας, λέγεται για κάτι που είναι το πιο σπουδαίο από
όλα όσα έγιναν την ίδια ημέρα και όλοι μιλούν γι’ αυτό: «το γεγονός της ημέρας
ήταν το πολύνεκρο δυστύχημα που έγινε στο κέντρο της πόλης || το γεγονός της
ημέρας ήταν η επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας στην πόλη μας»·
- το κάνει ιστορικό γεγονός, παρουσιάζει κάποια ασήμαντη κατάσταση
σαν πολύ σπουδαία: «μια μικρή δυσκολία να του τύχει, το κάνει ιστορικό γεγονός
|| αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και το έκανε ιστορικό γεγονός».