γάμπια, η,
ουσ. [<ιταλ. gabbia], είδος ναυτικού πανιού·
-
στέκω αλά γάμπια, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω ανακωχή: «όταν στέκω αλά
γάμπια, τότε βγαίνεις και κοκορεύεσαι!».
γάμπια, η,
ουσ. [<ιταλ. gabbia], είδος ναυτικού πανιού·
-
στέκω αλά γάμπια, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω ανακωχή: «όταν στέκω αλά
γάμπια, τότε βγαίνεις και κοκορεύεσαι!».