γαμιώντας, [μτχ.
του ρ. γαμώ]·
-
θα έρθω (πάω) γαμιώντας,α. θα έρθω (θα πάω) με μεγάλη μου
χαρά, με μεγάλη μου ευχαρίστηση: «αφού με κάλεσες στο χορό, θα έρθω γαμιώντας
|| μια και με κάλεσαν για εκδρομή, θα πάω γαμιώντας». β. είτε θέλω είτε
όχι, με το ζόρι: «αν μάθει πως είναι η εφορία στο γραφείο του, θα πάει
γαμιώντας»·
-
θα τον πάω (τον φέρω), γαμιώντας, θα τον πάω (θα τον φέρω) με το ζόρι, με
το έτσι θέλω: «αυτός δε θέλει να πάει, αλλά εγώ θα τον πάω γαμιώντας».