γαμιέμαι,
ρ. [<γαμώ], γαμιέμαι. 1. κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι: «κάθε
μέρα γαμιέμαι για να τα φέρω βόλτα || μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση, γαμήθηκα
στο κουβάλημα». 2. επιδίδομαι σε κάτι με πάθος, επειδή μου αρέσει πάρα
πολύ: «γαμιέμαι στα ταξίδια || γαμιέμαι στο χορό || γαμιέμαι στο πιοτό ||
γαμιέμαι στα ξενύχτια κ. ά.». 3. δεν έχω σωστή συμπεριφορά, δεν είμαι
καθώς πρέπει: «το ’ξερα ότι γαμιέσαι, αλλά όχι και τόσο πολύ!». Αναφορά στον
άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και που, βέβαια, αυτό δεν
είναι σωστή αντρική συμπεριφορά. 4α. στο γ΄ εν. πρόσ. γαμιέται,
(για γυναίκες) πηγαίνει με ευκολία από άντρα σε άντρα, ενδίδει με ευκολία
στις σεξουαλικές επιθυμίες των αντρών: «γαμιέται από μικρό κορίτσι». β.
(για άντρες) είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «το περίμενες να γαμιέται τέτοιο
ομορφόπαιδο;». γ. δεν είναι εντάξει, δε συμπεριφέρεται στους άλλους
καθώς πρέπει: «δεν κάνω δουλειά μαζί του, γιατί έμαθα πως γαμιέται». δ.
έχει μεγάλη τύχη στη ζωή του, είναι πολύ τυχερός, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «δεν
παίζω χαρτιά μαζί του, γιατί γαμιέται ο άνθρωπος». 5. (για ποδόσφαιρο ή
μπάσκετ) προτάσσεται σε διάφορα απαράδεκτα υβριστικά συνθήματα που ανταλλάσσουν
μεταξύ τους οι φανατικοί αντίπαλοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων και ομάδων
του μπάσκετ: «γαμιέται ο Θρύλος κι ο Πειραιάς || γαμιέται ο Π.Α.Ο. κι η
Λεωφόρος || γαμιέται ο Π.Α.Ο.Κ. και η Θεσσαλονίκη». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γαμήθηκε ο Δίας, βλ. λ. Δίας·
-
γαμιέμαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
-
γαμιέται σαν σκύλα ή γαμιέται σαν τη σκύλα, βλ. λ. σκύλα·
-
δε γαμιέσαι! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς! α. δε νοιάζομαι, δε
με ενδιαφέρει διόλου, αδιαφορώ τελείως για το τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις:
«όσο καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον
κώλο, γι’ αυτό τώρα δε γαμιέσαι!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση στην
απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω. β. άφησέ με ήσυχο,
μη με σκοτίζεις περισσότερο: «δεν πα(ς) να γαμηθείς, που μας πήρες κεφάλι με
την πολυλογία σου!». γ. έκφραση που δηλώνει άρνηση: «δεν πα(ς) να
γαμηθείς που θα σου δώσω τόσα λεφτά!». δ. έκφραση που δηλώνει απόρριψη:
«δε πα(ς) να γαμηθείς που θα σε πάρω μαζί μου!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω·
-
δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’
ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. φρ. δε γαμιέσαι(!)·
-
δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις! βλ.
φρ. δε γαμιέσαι(!)·
-
δε γαμιέται! βλ. φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί(!)·
-
δεν πά(ει) να γαμηθεί! α. (για πρόσωπα) μην ασχολείσαι με αυτόν
τον άνθρωπο, με αυτή την υπόθεση, με αυτό το πράγμα, γιατί είναι χωρίς σημασία
ή γιατί δεν παρουσιάζει για σένα κανένα ενδιαφέρον: «δεν πάει να γαμηθεί που
κάθεσαι και τον υπολογίζεις! || δεν πά(ει) να γαμηθεί που κάθεσαι και τον
ψάχνεις μια ώρα!». β. (για πράγματα) δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ εντελώς:
«δεν πάει να γαμηθεί που θα κάτσω να ψάχνω για ένα παλιοαναπτήρα!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω. Συνών.
δεν πά(ει) να πηδηχτεί(!)·
-
ένα, δύο, τρία, γαμιέται η διαιτησία! υβριστική ιαχή των φιλάθλων, ιδίως
σε αγώνα μπάσκετ, όπου ο χώρος του γηπέδου είναι μικρός σε σχέση με αυτόν του
ποδοσφαίρου, όταν οι διαιτητές δεν είναι αμερόληπτοι ή νομίζουν οι φίλαθλοι πως
δεν είναι αμερόληπτοι. Πιο αραιά ακούγεται και στο ποδόσφαιρο·
-
μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, βλ. λ. γύφτος·
-
μη γαμιέσαι (τώρα)! έκφραση με την οποία αποδοκιμάζουμε τα λόγια ή τις
ενέργειες κάποιου: «όλα κι όλα, αλλά αυτό το χατίρι δεν μπορώ να σου το κάνω.
-Μη γαμιέσαι τώρα!»·
-
να πά(ει) να γαμηθεί! (για πράγματα) βλ. λ. φρ. δεν πά(ει) να
γαμηθεί(!)·
-
να πα(ς) να γαμηθείς! αδιαφορώ τελείως για σένα, δε με νοιάζει τι θα
κάνεις. Έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω!
ή τώρα πού θα πάω! Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε
ή με το να τελειώνουμε.