γαμήσι, το,
ουσ. [<μσν. γαμήσει, το <αρχ. γαμήσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. γαμῶ], η
συνουσία· η μεγάλη δυσκολία: «μου βγήκε ένα γαμήσι στη δουλειά και να δω πώς θα
το ξεπεράσω!». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει
γίνει έξη), βλ. λ. πουτάνα·
-
αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να ’χει το γαμήσι, βλ. λ. μαλακία·
-
άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. λ. μαλλί·
-
αφήστε τα μίση κι αρχίστε το γαμήσι, κατά το ελληνικότερο το: make love no war, κάντε έρωτα όχι πόλεμο.
Πρωτακούστηκε ως ειρωνικό σύνθημα σε προεκλογική συγκέντρωση του φιλοχουντικού
πολιτικού Γαρουφαλιά στην πρώτη πολιτική του συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη μετά
την πτώση της χούντας·
-
βαρβάτο γαμήσι, εντυπωσιακή σε ένταση και διάρκεια συνουσία: «τέτοιο
βαρβάτο γαμήσι είχε χρόνια να μου τύχει»·
-
γαμήσι δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
γαμήσι χωρίς σάλιο, οτιδήποτε γίνεται πολύ δύσκολα, πολύ κοπιαστικά:
«αυτή δεν ήταν δουλειά, αυτή ’ταν γαμήσι χωρίς σάλιο || αυτή η μετακόμιση για
μένα ήταν γαμήσι χωρίς σάλιο»·
-
είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, βλ. λ. δουλειά·
-
θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, πρέπει να τιμωρηθεί
πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν σήκωσε χέρι στους γονείς του, θέλει γαμήσι
δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, ο παλιοαλήτης». Από το ότι, όταν
επιβάλεις το γαμήσι σε έναν άντρα ή σε μια γυναίκα, χωρίς να επαλείψεις τον
πρωκτό με σάλιο (αντί λαδιού ή βαζελίνης) για να γίνεται ευκολότερη η είσοδος
του πέους και σε συνδυασμό με το να τους βάλεις μετά να περπατήσουν σε κατήφορο
με στενά παπούτσια, τα δάχτυλά τους έρχονται όλα μπροστά και φρακάρουν στη μύτη
του παπουτσιού, πράγμα που είναι πολύ οδυνηρό·
-
οθωμανικό γαμήσι, σπάνια ακούγεται σε αυτόν τον τύπο και συνήθως
αναφέρεται ως οθωμανικό (βλ. λ.)·
-
κάνει βαρβάτο γαμήσι, (και για τα δυο φύλα) κάνει εντυπωσιακή σε ένταση
και διάρκεια συνουσία: «αυτή η γυναίκα με τρελαίνει, γιατί κάνει βαρβάτο γαμήσι»·
-
κόβει η πουτάνα το γαμήσι; βλ. λ. πουτάνα·
-
ξανθό μουνί, αρχοντικό γαμήσι! ή ξανθό μουνί, καμαρωτό γαμήσι! ή ξανθό
μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ξύλο και γαμήσι δεν ξεχνιούνται, (για άντρες) δυο οδυνηρές
περιπτώσεις, που όταν τις υποστεί ένας άντρας, τις θυμάται σε όλη του τη ζωή:
«κάθε φορά που τον συναντάει προσποιείται πως δε τον θυμάται, αλλά, ό,τι και να
κάνει ο καημένος, ξύλο και γαμήσι δεν ξεχνιούνται»·
-
ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, δυο έμφυτα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν την ιδιοσυγκρασία της γυναίκας: «μόλις τη χώρισε ο άντρας της το
’ριξε στις διασκεδάσεις, γιατί ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση»·
-
παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, α. για να είναι απολαυστικός ο
έρωτας πρέπει να υπάρχει αμοιβαία επιθυμία και από τα δυο φύλα: «δεν την
παρακαλάω άλλο να ’ρθει στη γκαρσονιέρα μου, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό
γαμήσι».β. όταν κάτι δε γίνεται με όρεξη, δεν έχει και το
επιθυμητό αποτέλεσμα: «μη τον βιάζεις να κάνει τη δουλειά. Άσ’ τον να την κάνει,
όταν θελήσει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι»·
-
στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
-
ψηλό μουνί, αρχοντικό γαμήσι! ή ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι! ή ψηλό
μου, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί.