γαλόνι, το,
ουσ. [<ιταλ. gallone], το γαλόνι· στον πλ. τα γαλόνια, (γενικά) η
εξουσία, αυτοί που κατέχουν την εξουσία, χωρίς απαραίτητα να είναι
στρατιωτικοί: «ήρθαν τα γαλόνια να δουν από κοντά τις καταστροφές του σεισμού,
κι ύστερα από λίγο έφυγαν και μας άφησαν στη μαύρη μοίρα μας»·
-
άρπαξα γαλόνια ή άρπαξα τα γαλόνια μου, (ειρωνικά) κόλλησα
κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «μην πας μ’ αυτή τη βρομιάρα, γιατί υπάρχει φόβος ν’
αρπάξεις τα γαλόνια σου»·
-
έχει πλάκα τα γαλόνια, βλ. λ. πλάκα·
-
παίρνω γαλόνι, (στη γλώσσα του στρατού) προάγομαι: «φέτος είναι η σειρά
του να πάρει γαλόνι»·
-
πήρα γαλόνια ή πήρα τα γαλόνια μου, βλ. συνηθέστ. άρπαξα
γαλόνια·
-
πλάκα τα γαλόνια! βλ. λ. πλάκα·
-
τι τα ’χουμε τα γαλόνια! α. έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν
καταφέρνουμε να φέρουμε σε πέρας κάτι: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και πήρες
πάλι άδεια απ’ το διευθυντή; -Τι τα ’χουμε τα γαλόνια! || καλά, ρε μπαγάσα,
τέλειωσες τόσο γρήγορα τη δουλειά; -Τι τα ’χουμε τα γαλόνια!». β.
έκφραση με την οποία θέλουμε να διαβεβαιώσουμε κάποιον πως θα καταφέρουμε να
φέρουμε σε πέρας αυτό που μας έχει αναθέσει: «δηλαδή, θα μπορέσεις να μου
τελειώσεις αυτή τη δουλειά; -Τι τα ’χουμε τα γαλόνια!»·
-
του ξήλωσαν τα γαλόνια, (στη γλώσσα του στρατού) τον καθαίρεσαν: «έκανε
μια κατάχρηση και του ξήλωσαν τα γαλόνια».