γαλλικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. γαλλικός], το γαλλικό. 1.
η προστυχοκουβέντα, η βρισιά: «είναι τόσο χυδαία τα γαλλικά του, που σε κάνουν
να κοκκινίζεις». 2. είδος κλειδιού για μηχανικούς ή υδραυλικούς: «φέρε
μου ένα γαλλικό για να ξεβιδώσω τη βρύση». 3. το τσιμπούκι (βλ. λ.)·
-
ακούω τα γαλλικά μου, με επιπλήττουν αυστηρά, με βρίζουν: «μην τον
ενοχλείς, γιατί με τα νεύρα που έχει θ’ ακούσεις τα γαλλικά σου»·
-
άντε να μην ακούσεις κανένα γαλλικό! φύγε ή κάθισε φρόνιμα ή πάψε να με
ενοχλείς, γιατί θα σε βρίσω·
-
του αρχίζω τα γαλλικά, τον επιπλήττω αυστηρά, του μιλώ πρόστυχα, με
βρισιές: «αφού δεν καταλάβαινε με το καλό, του άρχισα τα γαλλικά».