γαλαρία, η,
ουσ. [<βενετ. galaria <μσν. λατιν. galeria (= ξύλινος εξώστης)], η
γαλαρία. 1. ο εξώστης θεάτρου ή κινηματογράφου και το σύνολο των θεατών
του: «κόψαμε εισιτήριο για τη γαλαρία || θα πάω μαζί με τη γαλαρία». 2.
θεατές, ιδίως από λαϊκά στρώματα, που πληρώθηκαν για να χειροκροτήσουν ή να
αποδοκιμάσουν μια θεατρική παράσταση, ένα κινηματογραφικό έργο ή άλλη
καλλιτεχνική εκδήλωση. Ακόμα και σήμερα στα διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου η
γνώμη της γαλαρίας έχει σπουδαία βαρύτητα, γιατί, καθώς οι θεατές λόγω του
φθηνότερου εισιτηρίου προέρχονται από λαϊκά στρώματα ή το φοιτητικό κόσμο,
αντιδρούν πιο άμεσα και πιο πηγαία με φωνές, χειροκροτήματα ή γιουχαΐσματα από
ό,τι οι θεατές της πλατείας, που υποτίθεται πως είναι καθώς πρέπει·
-
το κάνει για τη γαλαρία, συμπεριφέρεται με το συγκεκριμένο τρόπο, μόνο
και μόνο για να εντυπωσιάσει την ομήγυρή του: «δεν τον παίρνει κανείς στα
σοβαρά, γιατί, ό,τι κάνει, το κάνει το κάνει για τη γαλαρία».