γαϊδουρόβηχας, ο, ουσ. [<γαϊδουρο- + βήχας], πολύ δυνατός και επώδυνος βήχας: «όλο το βράδυ είχε έναν γαϊδουρόβηχα και δεν άφησε κανέναν να κοιμηθεί μέσα στο σπίτι».
γαϊδουρόβηχας, ο, ουσ. [<γαϊδουρο- + βήχας], πολύ δυνατός και επώδυνος βήχας: «όλο το βράδυ είχε έναν γαϊδουρόβηχα και δεν άφησε κανέναν να κοιμηθεί μέσα στο σπίτι».