γαϊδουρινός, -ή, -ό, επίθ. [<γαϊδούρι + κατάλ. -ινός], που
ταιριάζει στο γάιδαρο: «γαϊδουρινή συμπεριφορά». Επίρρ. γαϊδουρινά (βλ. λ.)·
-
γαϊδουρινή δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
-
γαϊδουρινή υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
-
γαϊδουρινό γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
-
γαϊδουρινό πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
-
γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
-
γαϊδουρινός βήχας, βλ. λ. γαϊδουρόβηχας·
-
με πιάνει το γαϊδουρινό μου (ενν. πείσμα), πεισμώνω πολύ: «όταν τον
πιάνει το γαϊδουρινό του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα»·
-
την έχει γαϊδουρινή (ενν. την πούτσα του, την ψωλή του), ο άντρας για
τον οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ μεγάλο πέος (σαν και του γαϊδάρου). Από το
ότι ο γάιδαρος έχει πολύ μεγάλο πέος. Ακούγεται μόνο στο θηλυκό. Συνών. την έχει
αράπικια / την έχει ποντιακιά.