γαϊδούρι, το, ουσ. [<μσν. γαϊδούριν <μτγν. γαϊδάριον], ο
γάιδαρος (βλ. λ.). Υποκορ. γαϊδουράκι, το (βλ. λ.)· βλ. και φρ. γάιδαρος.
(Ακολουθούν 16 φρ.)·
-
από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον
που ξέπεσε οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν όλο μεγαλεία, αλλά τα ’φερε
έτσι η ζωή και κάποια στιγμή από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι». Συνών. από
δήμαρχος κλητήρας·
-
γαϊδούρι ακαπίστρωτο (ξεκαπίστρωτο), άνθρωπος ασύδοτος, αναιδής, θρασύς:
«δεν μπορεί κανένας να τον περιορίσει, γιατί είναι γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο». Από
την εικόνα του γαϊδουριού που, όταν δεν του έχουμε φορέσει καπίστρι, κινείται
ασύδοτα·
-
γαϊδούρι ασαμάρωτο (ξεσαμάρωτο), άνθρωπος χωρίς την παραμικρή ευγένεια,
ο αγροίκος, ο άξεστος: «όχι μόνο δεν έχει ευγένεια αλλά είναι και γαϊδούρι ασαμάρωτο»·
-
δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει
δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν
ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, είναι εντελώς ανόητος ή είναι
εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση: «δεν του
εμπιστευόμαστε καμιά δουλειά, γιατί δεν μπορεί ο φουκαράς να μοιράσει δυο
γαϊδουριών άχυρο»·
-
δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι, δουλεύει πολύ
σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύει σαν
γαϊδούρι για να τα βγάλει πέρα». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή
δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
-
δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, δηλώνει πως σε μια κοινή
προσπάθεια, ενώ δουλεύουν οι άξιοι, απολαμβάνουν και οι ανάξιοι: «ο βουλευτής
του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεωργακόπουλος δήλωσε πως με το νέο εκλογικό νόμο που θέλει να
περάσει η κυβέρνηση, θα δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια»·
-
εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; έκφραση απηυδισμένου ατόμου που
αντιλαμβάνεται πως κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά αυτά που
λέει: «αμάν, ρε παιδιά, δώστε λίγη προσοχή σ’ αυτά που λέω, εγώ μιλάω ή
γαϊδούρι κλάνει; || εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει και δεν κάνει κανείς αυτά που
λέω;»·
-
έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, απέτυχε οικτρά σε κάποια προσπάθειά
του: «θέλησε να στήσει μια δουλειά, αλλά έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι και
τώρα έχει προβλήματα»·
-
καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, είναι
προτιμότερος αυτός που δεν έχει εμφάνιση, αλλά είναι ήρεμος και εργατικός, παρά
αυτός που είναι όμορφος, αλλά είναι ατίθασος και προβληματικός: «ο μικρός του ο
γιος είναι κάπως κακομούτσουνος, αλλά σκοτώνεται στη δουλειά, ενώ ο μεγάλος,
που είναι τ’ ομορφόπαιδο της οικογένειας, τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματα.
-Α, να σου πω, φίλε μου. Καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει»·
-
κυπραίικο γαϊδούρι, α. άνθρωπος πολύ αγενής, ανάγωγος,
αδιάντροπος, άξεστος, αναίσθητος, αφιλότιμος, αχάριστος: «όπου και να πάει
φέρεται σαν κυπραίικο γαϊδούρι». β. άνθρωπος ισχυρογνώμονας,
πεισματάρης: «είναι τέτοιο κυπραίικο γαϊδούρι, που δεν του αλλάζεις εύκολα
γνώμη». Από το ότι τα γαϊδούρια αυτής της ράτσας είναι πολύ δύστροπα και
πεισματάρικα. Πρόσφατη δήλωση του Ντεκτάς (23/9/2003) αναφέρει πως οι μόνοι
γνήσιοι κάτοικοι της Κύπρου είναι τα γαϊδούρια(!!!)·
-
όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; λέγεται στην
περίπτωση που σε μια επιχείρηση, σε ένα οργανωμένο σύνολο, όταν όλοι
ενδιαφέρονται να κάνουν το αφεντικό, να καλοπερνούν, τότε η δουλειά ή οι
υποθέσεις δε θα προωθούνται, αφού κανένας δε θα δουλεύει: «αν θέλουμε όλοι μας
να το παίξουμε αφεντικά για να καλοπερνάμε, τότε το εργοστάσιό μας θα πάει
φούντο, γιατί όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια;»·
-
παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; ο κακός ή ο απατεώνας, δεν
μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα ή τις συνήθειές του. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι από
τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, όλες τις θέσεις πρέπει να τις
καταλαμβάνουν άνθρωποι με αξιοσύνη, με αυξημένες ικανότητες: «τώρα που ανάλαβες
υπουργός να ξεχάσεις τα ρουσφέτια και στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις»·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, παράλληλες είναι και οι πράξεις
των ιδιότροπων ανθρώπων: «καλημέρα του λες και βρίσκεις τον μπελά σου, αλλά τα
στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν»·
- τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό
μυρίζονται, λέγεται
ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με
κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού
πνευματικού επιπέδου: «χαρτοπαίχτης ο ένας, νταβατζής ο άλλος τακίμιασαν μια
χαρά, γιατί τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται || βλάκας
αυτός, βρήκε και μια που είναι ντιπ χαϊβάνι και σκέφτεται να τη παντρευτεί,
γιατί βλέπεις τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται». Συνών. βρήκε
ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο
τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον
όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός.