γάζωμα, το,
ουσ. [<γαζώνω], το γάζωμα. 1. η έντεχνη ειρωνεία, η έντεχνη κοροϊδία,
το έντεχνο πείραγμα, που δε γίνεται αντιληπτό από αυτόν που το υφίσταται:
«αυτός ο τύπος είναι μάνα στο γάζωμα». 2. χτύπημα με πυκνές ριπές
πυροβόλου όπλου: «τον έκανε τέτοιο γάζωμα, που τον άφησε στο τόπο». Από τον ήχο
του πολυβόλου, που παρομοιάζεται με αυτό της ραπτομηχανής. 3. η
ακατάσχετη ομιλία, η ακατάσχετη φλυαρία: «όταν αρχίσει το γάζωμα, δεν αφήνει
κανέναν άλλον να μιλήσει». Από τον συνεχή ήχο της ραπτομηχανής. 4. (για
ποδοσφαιριστές ή ποδοσφαιρικές ομάδες) η επιβολή γρήγορου και έντεχνου
παιχνιδιού: «τους έκαναν τέτοιο γάζωμα, που τους πήραν και τα σωβρακάκια». Από
την εικόνα της ράπτριας που χειρίζεται με δεξιοτεχνία το ύφασμα που ράβει·
-
δεν αφήνεις το γάζωμα! βλ. φρ. δεν αφήνεις το ψιλό γαζί! λ. γαζί.