βύσμα,
το, ουσ.
[<αρχ. βύσμα <βύω], το βύσμα· το μέσο (βλ. λ.): «σήμερα χωρίς βύσμα δε
μπορείς να καταφέρεις τίποτα στη ζωή σου»·
- βάζω
βύσμα, (στη γλώσσα του στρατού) χρησιμοποιώ πολιτικό, στρατιωτικό ή άλλο
μέσο για να τελειώσω μια δουλειά ή υπόθεσή μου: «έβαλε βύσμα για να πάρει
μετάθεση». Συνών. βάζω γλείψιμο / βάζω δόντι / βάζω μέσο·
- έχω
βύσμα, α. (στη γλώσσα του στρατού) έχω πολιτικό, στρατιωτικό ή άλλο
μέσο, που το χρησιμοποιώ για να τελειώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «στο στρατό
την πέρασα ζωή και κότα, γιατί είχα βύσμα ένα θείο βουλευτή». β.
(γενικά) έχω κάποιο άτομο, που έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει υπέρ εμού:
«είχε βύσμα το διευθυντή του Ο.Τ.Ε. και τον προσέλαβαν, λέει, στο γραφείο
δημοσίων σχέσεων». Συνών. έχω γλείψιμο / έχω δόντι / έχω μέσο (α)·
- μου
μπαίνει το βύσμα ή μου μπαίνει ένα βύσμα, μου δημιουργείται σοβαρό
και δύσκολο πρόβλημα: «μου μπήκε ένα βύσμα στη δουλειά και δεν ξέρω τι να
κάνω». Από παρομοίωση του καλωδίου που φέρει βύσμα με το πέος, που μας
δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα όταν κάποιος το βάλει στον κώλο μας·
- του
βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα, του δημιουργώ σοβαρό και δύσκολο
πρόβλημα: «πήγε δήθεν να τον βοηθήσει και του ’βαλε ένα βύσμα, που του ’ρίξε
πίσω τη δουλειά».