βρυσούλα,
η, ουσ. [υποκορ.
του ουσ. βρύση], η βρυσούλα·
- έχετε
γεια βρυσούλες, α. χάθηκε η ευκαιρία που μας είχε δοθεί, πέρασε
ανεκμετάλλευτη κάποια δυνατότητα που είχαμε, δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε:
«τώρα που σου ’ρθε η όρεξη να ενδιαφερθείς για τη δουλειά που σου είχα
προτείνει, έχετε γεια βρυσούλες, γιατί την ανέθεσα σ’ άλλον». β. έκφραση
αποχαιρετισμού με ειρωνική διάθεση: «επειδή πέρασε η ώρα, έχετε γεια βρυσούλες,
παιδιά, γιατί αύριο πρέπει να σηκωθώ πολύ πρωί». γ. λέγεται και για
κάποιον που πέθανε: «σε ποιο σπίτι μένει ο τάδε; -Τώρα ο τάδε! Αυτός έχετε γεια
βρυσούλες πριν από δυο χρόνια». Αναφορά στο δημοτικό τραγούδι έχετε γεια
βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες.