βρύση,
η, ουσ.
[<μσν. βρύση <βρύσις <βρύω (= αναβλύζω)], η βρύση· ως επίρρ., (για
υγρά) άφθονα. (Δημοτικό τραγούδι: θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά
μου, βρύση το αίμα έχυσα, σταλαγματιά δε μένει). Υποκορ. βρυσούλα,
η (βλ. λ.) και βρυσάκι, το·
-
ανοίγω τη βρύση, γυρίζω
τη στρόφιγγα, τη βάνα από τα δεξιά προς τα αριστερά για να τρέξει νερό από τη
βρύση: «άνοιξε τη βρύση και γέμισε ένα ποτήρι με νερό»·
- βάζει
τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- έναν
καιρό ήμουν άγγελος, τώρα αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το
πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έφτασε
στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- η
βρύση στάζει ή στάζει η βρύση, η στρόφιγγα, η βάνα της βρύσης δεν κλείνει
καλά κι έτσι φεύγουν σταγόνες από τη βρύση: «έσταζε η βρύση κι όλο το βράδυ δεν
μπόρεσα να κοιμηθώ»·
- η
στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση και μια φορά σπάει, βλ. λ. στάμνα·
- κλείνω
τη βρύση, γυρίζω τη στρόφιγγα, τη βάνα από τα αριστερά προς τα δεξιά μέχρι
το σημείο εκείνο που δεν τρέχει πια άλλο νερό από τη βρύση: «έχε το νου σου
φεύγοντας να κλείσεις τις βρύσες, μην τύχει και πλημμυρίσουμε, όπως την
προηγούμενη φορά»·
- στέρεψε
η βρύση, α. δεν τρέχει λόγω έλλειψης νερού: «το καλοκαίρι στέρεψαν
για μια βδομάδα όλες οι βρύσες της πόλης μας». β. έπαψε να έχει, να
εκμεταλλεύεται κάποιος άκοπα την πηγή ωφελημάτων που είχε: «να δεις τι ωραία
που βρήκε δουλειά, όταν πέθανε ο θείος του και στέρεψε η βρύση!». (Λαϊκό
τραγούδι: να ’μαι από καμιά μεριά όταν στερέψ’ η βρύση,να δω
μωρέ με τι καρδιά θα φύγεις απ’ τη ζήση, τι θα του δείξεις του Θεού για να σε
συγχωρήσει)·
- τρέχει
η βρύση, παρουσιάζει διαρροή νερού: «πρέπει να φωνάξω έναν υδραυλικό, γιατί
τρέχει η βρύση της κουζίνας»·
-
φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, λέγεται
για άτομο που με χίλιους δυο τρόπους προσπαθεί να δικαιολογήσει κάποια κατακριτέα
ή παράνομη πράξη του: «όταν έφτασε ο λόγος στη χειροδικία του, έφερε από χίλιες
βρύσες νερό για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, να πως ήταν στενοχωρημένος,
να πως ήταν από άλλονε θυμωμένος, να πως ήταν η κακιά στιγμή, να πως είχε πιει
λίγο παραπάνω και γι’ αυτό είχε γίνει το κακό».