βροχή,
η, ουσ.
[<μτγν. βροχή <βρέχω], η βροχή· σε θέση επιρρ., άφθονα, πυκνά, σαν βροχή:
«μόλις εμφανίστηκαν ο διαιτητές για το δεύτερο εικοσάλεπτο του αγώνα, έπεσαν
βροχή τα κέρματα στον αγωνιστικό χώρο». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γλίτωσες
τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο, βλ. λ. απόβροχο·
- έπιασε
βροχή, άρχισε να βρέχει: «το πρωί ο καιρός ήταν καλός, αλλά τ’ απόγευμα
έπιασε βροχή»·
- έπιασε
ψιλή βροχή, άρχισε να ψιλοβρέχει: «μόλις σταμάτησε ο αέρας, έπιασε ψιλή
βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: κίνησα πρωί για να ’ρθω μ’ έπιασε ψιλή βροχή, ας
ερχόσουνα, βρε μάγκα, κι ας γινόσουνα παπί)·
-
ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, βλ. λ. ήλιος·
- μετά
τη βροντή, έρχεται και η βροχή, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα κακά σημάδια
που προηγούνται αν θέλουμε να προφυλαχτούμε από τις δυσκολίες που δείχνουν πως
έρχονται: «έπρεπε να καταλάβαινες από τα διάφορα ψιθυρίσματα των εργατών και
τις μυστικές συναντήσεις τους πως θα προχωρούσαν σε απεργία, αφού ξέρεις πως
πάντα, μετά τη βροντή, έρχεται η βροχή»·
- μια
βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο
θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, η δουλειά, η υπόθεση ή η
κατάσταση έχει περιέλθει σε τέτοια αδιέξοδο, σε τέτοια στασιμότητα, που μόνο
κάτι ανέλπιστο ή ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει: «υπάρχει τέτοια αναδουλειά στην
αγορά, που μια βροχή μόνο μας σώζει». Από την εικόνα του γεωργού, που σε
περίοδο μεγάλης ξηρασίας περιμένει να βρέξει, αλλά και από την κατάσταση του
πλημμυροπαθή, που υποστηρίζεται οικονομικά ή αντιμετωπίζεται με επιείκεια από
την πολιτεία όσον αφορά τα οικονομικά, τα χρέη. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του. Συνών. ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα
θαύμα μόνο μας σώνει / ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο
μας σώνει·
- ο
βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, λέγεται για κείνον ή από κείνον που έχει
πάθει μια ζημιά ή βλάβη, αλλά το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία, γιατί είναι
μαθημένος στις ατυχίες ή στις δυσκολίες κι έχει μάθει πάντα να τις ξεπερνάει:
«μπορεί να μου ’ρθαν στραβά τα πράγματα, αλλά ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη
φοβάται»·
- ο
ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία, βλ. λ. γυρεύω·
- περασμένη
βροχή, κάπα δε χρειάζεται, βλ. λ. κάπα·
- πέφτουν
βροχή ή πέφτουν σαν βροχή ή πέφτουν σαν τη βροχή, άφθονα,
πυκνά και χωρίς σταματημό: «οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, μόλις ο τάδε
τέλειωσε την αγόρευσή του». (Λαϊκό τραγούδι: οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες,
δωδεκάδες, να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες)·
- σαν
τη βροχή στ’ αλώνι, λέγεται για ανεπιθύμητο άτομο που το αντιμετωπίζουμε με
ψυχρότητα: «φαντάζομαι χαρές που κάνατε με τον ερχομό του τάδε. -Σαν τη βροχή
στ’ αλώνι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω! Από το
ότι μια βροχή στο αλώνι το καλοκαίρι είναι πάντα ανεπιθύμητη, γιατί προξενεί
διάφορες καταστροφές·
- τι
να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. φρ. ο βρεγμένος τη βροχή δε τη
φοβάται·
- τρέχουν
τα δάκρυα βροχή, βλ. λ. δάκρυ.