βρούβα,
η, ουσ.
[<μσν. βρούβα], φαγώσιμο χόρτο· συνήθως στον πλ. οι βρούβες·
- δεν
τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος,
δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμισε πως μπορούσε να με ξεγελάσει, αλλά
εγώ δεν τρώω βρούβες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για
συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο·
- πάει
για βρούβες, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση
κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β.απάντηση
που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε,
όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών.
βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα.γ. έχει
χαθεί ξαφνικά από τα μέρη όπου σύχναζε, και δεν ξέρει κανείς πού έχει πάει:
«μέχρι πριν από ένα μήνα ερχόταν κάθε βράδυ στο μπαράκι μας, αλλά ξαφνικά πάει
για βρούβες και δεν ξέρουμε το λόγο». δ. ξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε: «τόσο
καιρό μας έκανε τον έξυπνο, όμως βρήκε κι αυτός το δάσκαλό του και πάει για
βρούβες». ε. (ειρωνικά) πέθανε, σκοτώθηκε: «σ’ αυτό το σπίτι μένει ο
τάδε; -Πάει για βρούβες»·
- τον
έστειλα για βρούβες, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην
ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πολύ είναι ο τάδε. β. απάντηση
που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν
δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ.
φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα. γ.τον ξεγέλασα,
τον εξαπάτησα: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά τον έστειλα για βρούβες».
Συνών. τον έστειλα για σαλάμι / τον έστειλα για σάμαλι· βλ. και φρ. τον
έστειλε για βρούβες·
- τον
έστειλε για βρούβες, (ειρωνικά) τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «είχαν
κτηματικές διαφορές κι ένα βράδυ τον παραμόνεψε και τον έστειλε για βρούβες»·
βλ. και φρ. τον έστειλα για βρούβες·
- τρώει
βρούβες, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «απ’ τη
στιγμή που ξέρεις πως τρώει βρούβες, δεν πρέπει να τον αφήσεις να κάνει δουλειά
μοναχός του». Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.