βρομόξυλο,
το, ουσ.
[<βρομο- + ξύλο], ο άγριος ξυλοδαρμός: «με τις βλακείες που έκανε, το
χρειαζόταν το βρομόξυλο»·
- του δίνω βρομόξυλο ή του δίνω ένα βρομόξυλο, βλ. φρ. του
ρίχνω βρομόξυλο·
- του
πατώ βρομόξυλο ή
του πατώ ένα βρομόξυλο, βλ. φρ. του ρίχνω βρομόξυλο·
- του
ρίχνω βρομόξυλο
ή του ρίχνω ένα βρομόξυλο, τον δέρνω άγρια, τον ξυλοκοπώ: «αφού δεν
έπαιρνε από λόγια, του ’ριξα κι εγώ ένα βρομόξυλο μήπως και συμμορφωθεί»·
- του
τραβώ βρομόξυλο ή του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. φρ. του ρίχνω
βρομόξυλο·
- τρώω
βρομόξυλο ή τρώω ένα βρομόξυλο, με δέρνουν άγρια, με ξυλοκοπούν:
«πήγα να του κάνω τον νταή, αλλά έφαγα τέτοιο βρομόξυλο, που πονάει όλο μου το
κορμί».