βρομιάρης,
ο, θηλ.
βρομιάρα, η, ουσ. [<βρομιά + κατάλ. -ρης], ο βρομιάρης. 1. ο
αισχρός, ο ανήθικος, ο πρόστυχος, ο διεφθαρμένος: «σου απαγορεύω να κάνεις
παρέα μ’ αυτόν το βρομιάρη». 2. επιτιμητικός, θαυμαστικός ή χαϊδευτικός
χαρακτηρισμός οικείου ατόμου: «έλα δω, ρε βρομιάρη, γιατί με κατηγόρησες; ||
βρε βρομιάρη, πώς τα καταφέρνεις και μπαίνεις πάντα στο γήπεδο χωρίς εισιτήριο!
|| έλα δω, ρε βρομιάρη, που σε ψάχνω απ’ το πρωί!»·
- ο
βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά, λέγεται
ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με
κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού
πνευματικού επιπέδου: «ο ένας χαρτοπαίχτης, ο άλλος παπατζής, τα βρήκαν απ’ την
πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν γιατί, ο βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά». Συνών. βρήκε
ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο
τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι
η κοπριά στα λάχανα / τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται.