βρομιά,
η, ουσ.
[<βρόμα + κατάλ. -ιά], η βρομιά. 1. πράξη ανήθικη, επιλήψιμη: «αν δε
σταματήσεις τις βρομιές, θα διακόψω κάθε συνεργασία μαζί σου». 2. γενικευμένη
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, ανηθικότητα και διαφθορά: «τα
οικονομικά σκάνδαλα που ήρθαν στο φως μαρτυρούν τη βρομιά που επικρατεί στον
πολιτικό βίο της χώρας». 3. η ψεύτικη διάδοση, η βρόμα (βλ. λ.): «δεν
ξέρω αν είναι βρομιά, πάντως εγώ αυτό άκουσα»·
- βγάζω
βρομιά ή βγάζω τη βρομιά, βλ. συνηθέστ. βγάζω βρόμα, λ.
βρόμα.