βρε(γ)μένος,
-η, -ο,
επίθ. [μτχ. του ρ. βρέχω], βρεμένος· που είναι κατουρημένος επάνω του: «ήρθε
βρεγμένος απ’ το φόβο του». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βρεγμένη
σανίδα που σου χρειάζεται! βλ. λ. σανίδα·
- είμαι
βρεγμένος μέχρι το κόκαλο ή είμαι βρεγμένος ως το κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- εμ
βρεγμένος εμ δαρμένος! λέγεται για άτομο ή λέγεται από άτομο που είναι και
αδικημένο και έχει υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως χωρίς λόγο: «δε φτάνει που δε
μου δώσατε αυτά που μου υποσχεθήκατε, θέλετε να με απολύσετε κι από πάνω. Εμ
βρεγμένος δηλαδή, εμ δαρμένος!»·
- έφυγε
σαν βρεγμένη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- έφυγε
σαν βρεγμένο σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- θέλει
βρεγμένο το παξιμάδι, βλ. λ. παξιμάδι·
- κάθεται
σαν βρεγμένη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- κάθεται
σαν βρεγμένη κότα, βλ. λ. κότα·
- και
βρεγμένος και δαρμένος! βλ. φρ. εμ βρεγμένος εμ δαρμένος(!)·
- μάζεψε
τα βρεγμένα του κι έφυγε, έφυγε καταντροπιασμένος (όπως θα έφευγε κάποιος
που κατούρησε επάνω του): «μόλις έβγαλαν στη φόρα τις βρομιές του, μάζεψε τα
βρεγμένα του κι έφυγε»·
- ο
βρεγμένος τη βροχή δε τη φοβάται, βλ. λ. βροχή·
- πήρε
τα βρεγμένα του κι έφυγε, βλ. φρ. μάζεψε τα βρεγμένα του κι έφυγε·
- τι
να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. λ. βροχή.