βραχνάς,
ο, ουσ.
[<βραχνάς <μσν. βαρυχνάς]. 1. ο εφιάλτης και, κατ’ επέκταση,
οτιδήποτε μας προκαλεί έντονο άγχος, στενοχώρια: «έχει το βραχνά του γιου του,
που δεν μπορεί να βρει δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κορμιά βασανισμένα
πιάστ’ απόψε τα στενά, αχ, να μας βρει και μας ο χάρος που της γης δίνουμε
βάρος να σωθούμε απ’ το βραχνά // και τα βράδια που σπαράζω στης Αθήνας
το βραχνά στ’ όνειρό μου σ’ αγκαλιάζω και ο πόνος μου περνά). 2. άνθρωπος
κουραστικός, που μας προκαλεί έντονο άγχος με τη φορτικότητά του: «έχω μπλέξει
μ’ έναν βραχνά, που δεν μπορώ να τον ξεκολλήσω από κοντά μου»·
- μου
’γινε βραχνάς, α. (για δουλειές ή υποθέσεις) μου προκαλεί έντονο
άγχος, στενοχώρια, γατί παρουσιάζει στασιμότητα ή γιατί δεν εξελίσσεται
κανονικά: «μου ’γινε βραχνάς η νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη
Χαλκιδική». β. (για πρόσωπα) μου προκαλεί έντονο άγχος με τη φορτικότητά
του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε βραχνάς αυτός ο άνθρωπος και δεν
μπορώ ν’ απαλλαγώ απ’ την παρουσία του»·
- το
’χω μεγάλο βραχνά, μου προκαλεί έντονο άγχος, μου έχει γίνει έμμονη ιδέα,
έμμονη σκέψη: «το ’χω μεγάλο βραχνά αυτό το παιδί, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα
στη ζωή του».