βράση,
η, ουσ.
[<μτγν. βράσις <βράζω], η βράση· το σφρίγος, η ζωντάνια: «είναι παιδί στη
βράση του και δεν μπορεί να μείνει ήσυχο ούτε στιγμή»· βλ. και λ. βρασμός·
- είμαι
πάνω στη βράση μου, α. είμαι όλος ζωή, δύναμη και ζωντάνια, είμαι
πάνω στα νιάτα μου: «όσο είμαι πάνω στη βράση μου, δε με φοβίζει κανένα
εμπόδιο». β. είμαι πάνω στη σεξουαλική μου ορμή: «τώρα θα πάω με
γυναίκες, που είμαι πάνω στη βράση μου, γιατί, όταν περάσουν τα χρόνια, χαιρέτα
μας τον πλάτανο»·
- έχω
μεγάλη βράση ή έχω τέτοια βράση! είμαι πολύ θυμωμένος, πολύ
εκνευρισμένος: «απ’ το πρωί έχει τέτοια βράση, που δε μιλιέται!»·
- παίρνω
βράση, (ιδίως για φαγητό) αρχίζω να βράζω, βράζω: «μόλις πάρουν βράση τα
φασόλια, θα προσθέσεις αλάτι και πιπέρι»·
- πάνω
στη βράση, α. τη στιγμή που ήταν εκρηκτική η κατάσταση, πάνω στην
ταραχή, πάνω στην αναμπουμπούλα: «κάποια στιγμή άρχισαν όλοι να μαλώνουν και
πάνω στη βράση δεν κατάλαβα ποιος μου βούτηξε το πορτοφόλι». β. πάνω στη
χαρά, πάνω στο γλέντι, πάνω στο κέφι: «πάνω στη βράση πιάσαμε το χορό». γ.
την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε να με βοηθήσει πάνω στη βράση»·
- στη
βράση κολλάει το σίδερο, λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως
λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχουμε καιρό μπροστά μας κι αν είναι ν’
αποφασίσεις, αποφάσισε τώρα, γιατί στη βράση κολλάει το σίδερο». Συνών. η
πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι
παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / το γοργόν και
χάριν έχει. Αντίθ δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα
είναι / σπεύδε βραδέως (β).