αγριάδα1,
η, ουσ.
[<μσν. ἀγριάδα <άγριος + κατάλ. -άδα], η αγριάδα. 1. η άγρια όψη,
τα σκληρά χαρακτηριστικά που παίρνει το πρόσωπο κάποιου ύστερα από ξενύχτι,
μεθύσι ή όταν κατέχεται από θυμό, οργή ή μεγάλη στενοχώρια: «είχε τέτοια
αγριάδα το πρόσωπό του, που δεν τολμούσες να του πεις κουβέντα». 2. η
εκδήλωση σκληρότητας: «του συμπεριφέρθηκε με πολύ αγριάδα»· βλ. και λ. αγρίεμα·
- δε
σηκώνω αγριάδα ή
δε σηκώνω αγριάδες, δεν ανέχομαι άγρια ή σκληρή συμπεριφορά: «για μίλα
μου πιο ήρεμα, γιατί εγώ δε σηκώνω αγριάδες»·
- κάνω
αγριάδα ή κάνω αγριάδες, βλ. φρ. πουλώ αγριάδα·
-
πουλώ αγριάδα ή πουλώ
αγριάδες, συμπεριφέρομαι άγρια, αλλά κυρίως προσποιούμαι τον άγριο, τον
παλικαρά: «μόλις έβλεπε κανέναν καινούριο στην πιάτσα, τον πλησίαζε και του
πουλούσε αγριάδα». (Λαϊκό τραγούδι: το τραγιασκάκι σου στραβά, ρε φίλε, μην
το βάζεις κι αν αγριάδα μου πουλάς, εμένα δεν τρομάζεις)·
- σε
μας αγριάδες δεν περνάνε ή σε μένα αγριάδες δεν περνάνε, επιθετική
έκφραση σε άτομο, που μας συμπεριφέρεται με αγριότητα, με σκληρότητα, για να
κάμψει το ηθικό μας με την έννοια δε σε φοβάμαι: «μάγκα, σταμάτα να κάνεις τον
άγριο, γιατί σε μας αγριάδες δεν περνάνε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο
για τον εαυτό του.