βουτιά,
η, ουσ.
[<βουτώ + κατάλ. -ιά], η βουτιά. 1. το πέσιμο στο δρόμο: «όπως
έτρεχε, πήρε μια βουτιά μέσα στις λάσπες». 2. (στη γλώσσα της αργκό) η
αρπαγή, η κλεψιά, η επιλήψιμη κερδοσκοπική πράξη: «μια δυο βουτιές θα κάνω
ακόμα κι ύστερα θ’ αποσυρθώ απ’ την παρανομία»·
-
έκαναν βουτιά, (για
τιμές, αξίες χρηματιστηρίου) είχαν ραγδαία επιδείνωση, ραγδαία πτώση: «οι
περισσότερες μετοχές στο χρηματιστήριο έκαναν βουτιά»·
-
έκανε βουτιά, (για
θερμοκρασία) είχε ραγδαία πτώση: «όλο το φθινόπωρο ο καιρός ήταν καλός, μόλις
όμως μπήκε ο χειμώνας, η θερμοκρασία έκανε βουτιά»·
- έφεραν
βουτιά, (για
τιμές, αξίες χρηματιστηρίου) βλ. φρ. έκαναν βουτιά·
-
έφερε βουτιά, (για
θερμοκρασία) βλ. φρ. έκανε βουτιά.