βουτηχτός,
-ή, -ό, επίθ.
[βουτώ], που έχει συλληφθεί ή που έχει αρπαχτεί, που έχει κλεφτεί·
- έγινε
βουτηχτός, πιάστηκε, συνελήφθηκε: «έγινε βουτηχτός την ώρα που πήγαινε στο
σπίτι του»·
- το
’κανα βουτηχτό, το άρπαξα, το έκλεψα: «αυτό το πορτοφόλι που βλέπεις, το
’κανα βουτηχτό». (Λαϊκό τραγούδι: η κυρά, ανοίγοντας την πόρτα του ταξί
κράταγε την τσάντα της στο χέρι το δεξί· τρέχω, τη διπλάρωσα, και πριν καλά να
μπει, αμάν, αμάν, μ’ ένα κόλπο όμορφο την κάνω βουτηχτή)·
- τον
έκαναν βουτηχτό, τον έπιασαν, τον συνέλαβαν: «τον έκαναν βουτηχτό μέσα στο
μπαράκι που σύχναζε».