βούρτσα,
η, ουσ.
[<μσν. βούρτσα, που πιστοποιείται από το ρ. βουρτσίζω <ίσως αρχ. βύρσα (=
κατεργασμένο δέρμα ζώου) ή αρχ. γερμαν. burstja], η βούρτσα. α. η
κολακεία, η δουλοπρέπεια: «είναι πάρα πολλοί αυτοί που δεν ανέχονται τη
βούρτσα». β. ο κόλακας, ο δουλοπρεπής, ο γλοιώδης: «μην κάνεις σε μένα
τον περήφανο, γιατί ξέρω καλά τι βούρτσα είσαι!»·
- άλλο
βούρτσα κι άλλο πούτσα, βλ. λ. πούτσα·
- αρχίζω
τη βούρτσα, κολακεύω, φέρομαι δουλικά σε κάποιον: «μόλις γνωρίσει κανέναν
πλούσιο, αρχίζει αμέσως τη βούρτσα». Από την εικόνα του μικρού στο κουρείο, που
βουρτσίζει τον πελάτη μετά από το κούρεμά του για να πάρει το φιλοδώρημά του·
- μαλλιά
σαν βούρτσα, βλ. λ. μαλλί·
- μπερδεύει
τις βούρτσες με τις πούτσες, α. ασχολείται ή συγκρίνει εντελώς
ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις: «δεν μπορείς να βγάλεις άκρη μ’ αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες». β. βρίσκεται σε
πλήρη σύγχυση: «έχω αρχίσει ν’ ανησυχώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί απ’ τα
πολλά προβλήματα που έχει, άρχισε να μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες».
Συνών. κρίνει μήλα με πορτοκάλια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα
ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια·
- μπλέκει
τις βούρτσες με τις πούτσες, βλ. φρ. μπερδεύει τις βούρτσες με τις
πούτσες·
- παίρνω
τη βούρτσα, βλ. φρ. αρχίζω τη βούρτσα·
-
πιάνω τη βούρτσα, βλ.
φρ. αρχίζω τη βούρτσα.