βουνό,
το, ουσ.
[<αρχ. ὁ βουνός], το βουνό. 1. καθετί που είναι μεγάλο σε όγκο: «με
τη συνεχιζόμενη απεργία των οδοκαθαριστών στα πεζοδρόμια υπήρχαν βουνά
σκουπιδιών || έχω βουνό τ’ άπλυτα». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά μου μόνη βουνό
οι πόνοι της προσμονής, θέλεις να κλάψεις, θες να φωνάξεις, μα δεν μπορείς).
2. καθετί που θεωρείται πολύ δύσκολο, ανυπέρβλητο, ακατόρθωτο:
«ακόμα και την πιο εύκολη υπόθεση τη θεωρεί βουνό || δεν ανέλαβα τη δουλειά,
γιατί ήταν βουνό». (Λαϊκό τραγούδι: άντρας δυνατός τούτος ο καημός, πώς να
τον νικήσω, πώς; Πέφτω στο πιοτό, πέφτω στον καπνό και το δίλημμα βουνό).
(Ακολουθούν 33 φρ.)·
- απ’
το βουνό κατέβηκες; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που είναι εκτός
πραγματικότητας: «απ’ το βουνό κατέβηκες και δεν ξέρεις πως κάθε χρόνο πρέπει
να υποβάλλεις τη φορολογική σου δήλωση;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά.
Συνών. απ’ τα Γκράβαρα κατέβηκες(;)· βλ. και φρ. κατέβηκε απ’ το
βουνό·
- αυτή
η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνω
στο βουνό, α. γίνομαι ληστής: «στην εποχή του Όθωνα, πολλοί πρώην
αγωνιστές της Επανάστασης του 1821αναγκάστηκαν και βγήκαν στο βουνό». β.
επαναστατώ, γίνομαι επαναστάτης: «στην κατοχή, πολλά παλικάρια βγήκαν στο βουνό
εναντίον των Γερμανών κατακτητών»·
- επαίνα
το βουνό κι αγόραζε στον κάμπο, βλ. λ. κάμπος·
- ευχή
γονέων πάρε και στα βουνά περπάτα, βλ. λ. ευχή·
- έχω
δίκιο βουνό, βλ. λ. δίκιο·
- έχω
σίδερο βουνό, βλ. λ. σίδερο·
- έχω
τύχη βουνό, βλ. λ. τύχη·
- η
πίστη μετακινεί βουνά, βλ. λ. πίστη·
- η
τρέλα δεν πάει στα βουνά, βλ. λ. τρέλα·
- και
τα βουνά ξεπέφτουνε κι οι κάμποι δυστυχούνε, βλ. λ. κάμπος·
- κατέβηκε
απ’ το βουνό, είναι άξεστος, αγροίκος: «πρόσεχέ τον εκεί που θα πάτε, μην
κάνει καμιά χοντράδα, γιατί κατέβηκε απ’ το βουνό ο άνθρωπος και δεν ξέρει από
καλούς τρόπους». Συνών. κατέβηκε απ’ τα Γκράβαρα·
- κράτα
με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό, για την πραγματοποίηση κάποιου κοινού
σκοπού, είναι απαραίτητη η αλληλοβοήθεια·
- μαθημένα
τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια, οι δυσκολίες
της ζωής δεν πτοούν έναν έμπειρο ή πολυβασανισμένο άνθρωπο, γιατί έχει πια συνηθίσει.
(Λαϊκό τραγούδι: φύγε κι άσε με στη μαύρη καταφρόνια, φύγε κι άσε με στον
πόνο μου ξανά, μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια,μαθημένη κι η
καρδιά μου να πονά). Συνών. δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι / την πικρή
τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει·
- μαύρ’
είναι η νύχτα στα βουνά! βλ. λ. νύχτα·
- μόνο
βουνό με βουνό δε σμίγει ή μόνο βουνό με το βουνό δε σμίγει, α. ποτέ
δεν αποκλείεται δυο άνθρωποι να συναντηθούν: «τώρα σας αφήνω γεια, αλλά μια
μέρα θα συναντηθούμε πάλι, γιατί μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει». β.
λέγεται θαυμαστικά, όταν τύχει να συναντηθούν δυο άνθρωποι μετά από μεγάλο
χρονικό διάστημα. γ. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που μας αδίκησε, με
την έννοια πως θα ’ρθει ο καιρός που θα αποκαταστήσει την αδικία που μας έκανε
ή πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα. (Λαϊκό τραγούδι: θα σε βρω πού θα μου πας
κι αν έχεις φύγει, το βουνό με το βουνό ποτέ δε σμίγει)·
- μου
φαίνεται βουνό (κάτι) έχω την εντύπωση, πως μου είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσω,
να πραγματοποιήσω κάτι, θεωρώ πως είναι ανυπέρβλητο, ακατόρθωτο: «δεν ξέρω
γιατί έχω αυτή την εντύπωση, αλλά μου φαίνεται βουνό αυτό που μου βάζεις να
κάνω || έχω τέτοια τεμπελιά τον τελευταίο καιρό, που, ό,τι μου αναθέτουν, μου
φαίνεται βουνό || δεν την αναλαμβάνω αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται βουνό»·
- να
ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, ευχή
για μακροζωία·
- να
ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, ευχή σε νεόνυμφους για μακροζωία·
- ο
διάβολος στα ψηλά βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- ο
Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- όταν
δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, βλ. λ. Μωάμεθ·
- παίρνω
δίπλα τα βουνά, περιπλανιέμαι, ιδίως ψάχνω επίμονα να βρω κάποιον: «εγώ
πήρα δίπλα τα βουνά να τον βρω, κι αυτός ήταν αραγμένος στο σπίτι του»·
- παίρνω
τα βουνά, α. κυριεύομαι από απόγνωση, από απελπισία: «χάλασε τόσο
πολύ η ζωή μας, που ένας ένας παίρνει τα βουνά || δεν κατάλαβες καλά που θα
πάρω τα βουνά, επειδή βγήκε αυτός σκάρτος! || τον πρόδωσαν οι φίλοι του και πήρε
τα βουνά ο έρμος». (Τραγούδι: τίποτα, ποτέ και πουθενά, τίποτα, θα πάρω
τα βουνά). β. παραφρονώ, τρελαίνομαι, γίνομαι έξαλλος: «είχε
τόσες στενοχώριες, που πήρε τα βουνά ο φουκαράς»·
- παίρνω
τα βουνά και τα λαγκάδια, βλ. φρ. παίρνω δίπλα τα βουνά·
- παίρνω
τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- πιάνω
τα βουνά, βλ. φρ. παίρνω τα βουνά. (Λαϊκό τραγούδι: ματσάκια
πεντοχίλιαρα θέλει να την κεράσεις, που σου ’ρχεται να τρελαθείς και τα
βουνά να πιάσεις)·
- σαν
δεις καράβι στο βουνό, μουνί είν’ η αιτία, βλ. λ. καράβι·
- στα
όρη στ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- συνηθισμένα
τα βουνά απ’ τα χιόνια ή συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. φρ. μαθημένα
τα βουνά απ’ τα χιόνια·
- τα
ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. λ. ποτάμι·
- τα
ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, οι
μεγάλες επιχειρήσεις, τα μεγαλεπήβολα σχέδια, έχουν και πολλούς κινδύνους:
«μπορεί να είναι μεγάλος και τρανός στην αγορά, αλλά είναι πάντα συγκεντρωμένος
στη δουλειά του, γιατί τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες»·
- τα
ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται, βλ. λ. γαϊδούρι·
- το
ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, βλ. λ. νερό·
- τύχη
βουνό, βλ. λ. τύχη.