βουλώνω,
ρ. [<μσν.
βουλλώνω <βούλλα], βουλώνω· πωματίζω, ταπώνω: «επειδή υπήρχε ακόμα λίγο
κρασί στο μπουκάλι, το βούλωσε και το ’βαλε στο ψυγείο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βουλώνω
πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- βουλώνω
τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- βουλώνω
το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βουλώνω τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
- βούλωσ’
το! (ενν. το στόμα σου), (προστακτικά ή απειλητικά) πάψε, μη μιλάς:
«βούλωσ’ το επιτέλους, γιατί μας ζάλισες με την πολυλογία σου!». Συνών. σκάσε(!)·
- δεν
το βουλώνεις! (ενν. το στόμα σου), απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει
να μιλάει ή να κατηγορεί κάποιον: «αρκετά σ’ ακούσαμε, γι’ αυτό δεν το
βουλώνεις!»·
- θα
σου βουλώσω την τρύπα (ενν. του κώλου σου, του μουνιού σου), βλ. λ. τρύπα·
- θα
στο βουλώσω (ενν. το στόμα σου), (απειλητικά) θα σου κλείσω το στόμα, ιδίως
με τη γροθιά μου: «βούλωσ’ το, γιατί θα μ’ αναγκάσεις να στο βουλώσω»·
- θα
στο βουλώσω (ενν. το μουνί σου), θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και,
κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν συνεχίσεις να με ειρωνεύεσαι, να
ξέρεις πως θα στο βουλώσω». Εδώ, πολλές φορές, ακούγεται από κάποιον τρίτο που παρευρίσκεται
στην κουβέντα το: σιγά το κακό που θα της κάνεις ή ναι μωρέ, κακό θα
της κάνεις, με την έννοια πως αντί για τιμωρία η πράξη μας αυτή θα την
ευχαριστήσει·
- θα
στον βουλώσω (ενν. τον κώλο σου, τον πρωκτό σου), (απειλητικά) θα σου
επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν δεν
καθίσεις φρόνιμα, θα στον βουλώσω». Ακούγεται και εδώ από κάποιον τρίτο ό,τι
και παραπάνω·
- το
βουλώνω (ενν. το στόμα μου), παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν ακούω κάποιον
μεγαλύτερό μου να μιλάει, εγώ το βουλώνω»·
- του
βούλωσα το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του
βούλωσα το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- του
το βούλωσα (ενν. το στόμα του), τον ανάγκασα, τον υποχρέωσα να πάψει να
μιλάει, τον υποχρέωσα να σωπάσει: «έλεγε ό,τι ήθελε, αλλά με μια άγρια ματιά
που του ’ριξα, του το βούλωσα».