βουλοκέρι,
το, ουσ.
[<βούλα + κερί], το βουλοκέρι·
-
βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, αρνείται
επίμονα να ακούσει κάτι: «ό,τι και να προσπαθήσεις να του πεις, αν δεν τον
ενδιαφέρει, βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του κι εσύ μιλάς στον αέρα»·
- έχει
βουλοκέρι στ’ αφτιά του, (ειρωνικά) δεν ακούει, είναι κουφός: «πρέπει να
φωνάξεις πολύ δυνατά για να σ’ ακούσει, γιατί έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του ο
φουκαράς». Ίσως από την εικόνα του Οδυσσέα, που έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων
του, όταν έπλεαν έξω από το νησί των Σειρήνων.