αγουρίδα,
η, ουσ.
[<μσν. ἀγουρίς <ἄγουρος + κατάλ. -ίδα], το άγουρο σταφύλι και γενικά ο
κάθε άγουρος καρπός: «όταν το σταφύλι είναι αγουρίδα είναι πάρα πολύ ξινό»·
- αγάλια
αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, για να φτάσει κανείς ένα έργο με επιτυχία
στο τέλος του, απαιτείται επιμονή και υπομονή: «δε χρειάζονται ούτε βιαστικές
κινήσεις ούτε βιαστικές αποφάσεις, γιατί αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα
μέλι».