βούλα,
η, ουσ.
[<μσν. βούλλα <λατιν. bulla], η βούλα. 1. η τελεία: «όταν
γράφουμε, μετά από κάθε βούλα αρχίζουμε με κεφαλαίο γράμμα». 2α. βαθούλωμα
στο κέντρο του σαγονιού, ιδίως του άντρα: «είχε μια βούλα στο τετράγωνο
θεληματικό σαγόνι του». Συνών. λακκάκι. β. στον πλ. οι βούλες,
μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κατά τη διάρκεια του γέλιου
ή του χαμόγελου: «όταν χαμογελούσε, οι βούλες της στα μάγουλα της έδιναν μια
ιδιαίτερη ομορφιά». Συνών. λακκάκια. 3. στρογγυλή κηλίδα,
στρογγυλό σημάδι, που διαφέρει στο χρώμα από την υπόλοιπη επιφάνεια: «ήταν ένα
άσπρο βόδι με μαύρες βούλες || τα σκυλιά της Δαλματίας είναι άσπρα με μαύρες
βούλες». 4. (στη γλώσσα της αργκό) βαθούλωμα στο θόλο της ρεμπούμπλικας.
Συνήθως υπάρχουν τρία βαθουλώματα, δυο στα πλάγια του θόλου κι ένα στην κορυφή
του: «πριν φορέσει τη ρεμπούπλικά του, έλεγχε πάντα αν ήταν οι βούλες της
εντάξει». Συνών. γούβα (3). 5. (ειδικά για καρπούζι) μικρό
τριγωνικό κομμάτι που κόβεται από το καρπούζι μπροστά στον πελάτη για δοκιμή,
προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι ώριμο ή γλυκό: «για κόψε μια βούλα να
δοκιμάσω». 6. (παλιότερα) η σφραγίδα και το αποτύπωμά της: «στο έγγραφο
υπήρχε η βασιλική βούλα»·
- βάζω
βούλα, (στη γλώσσα της αργκό) α. σημαδεύω: «ό,τι βάλει βούλα, δεν
του ξεφεύγει με τίποτα». β. γίνομαι στόχος υποψιών: «πρόσεχε τις
ενέργειές σου, γιατί βάζεις βούλα». γ. παραδέχομαι, εγκρίνω: «δεν κάνω
τίποτα, αν δε βάλει πρώτα βούλα ο διευθυντής μου»·
- βάζω
βούλα και παύλα, βλ. συνηθέστ. βάζω τελεία και παύλα, λ. τελεία·
- βάλε
βούλα (ενν. στο μυαλό σου), (στη γλώσσα της αργκό) εντύπωσέ το καλά στο
μυαλό σου: «βάλε βούλα για να θυμάσαι τον τρόπο που μου συμπεριφέρθηκες».
Συνήθως λέγεται με απειλητική διάθεση·
- βούλα
μαβιά, (στη γλώσσα της αργκό) ο σεσημασμένος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα
μαζί του, γιατί είναι βούλα μαβιά και θα ’χεις μπλεξίματα». Από το ότι υπάρχουν
τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο φάκελό του στην Ασφάλεια·
- και
με βούλα, α. και επίσημα, και με το νόμο, και με έγγραφη άδεια:
«έχεις την άδεια να ενεργήσεις μ’ αυτόν τον τρόπο; -Και με βούλα». β.
(για εμπορεύματα) είναι γνήσιο, έχει και το σήμα κατατεθέν της εταιρείας που το
παράγει: «είναι γνήσια Μπράουν η τηλεόραση που αγόρασες; -Και με βούλα·
- με
το μαχαίρι και με τη βούλα, βλ. λ. μαχαίρι·
- με
υπογραφή και βούλα, βλ. λ. υπογραφή·
-
υποδεικνύω την άσπρη βούλα, (για
διαιτητές ποδοσφαίρου) υποδεικνύω το σημείο του πέναλτι, τιμωρώ κάποιον παίχτη
με την εσχάτη των ποινών, σφυρίζω πέναλτι σε βάρος κάποιου παίχτη, κάποιας
ομάδας: «επειδή ο αμυντικός της αντίπαλης ομάδας μάρκαρε αντικανονικά τον επιθετικό
μας και τον ανέτρεψε μέσα στη μικρή περιοχή, ο διαιτητής υπέδειξε αμέσως την
άσπρη βούλα». Από το ότι, το σημείο από το οποίο χτυπιέται το πέναλτι κατά της
αντίπαλης εστίας, υποδεικνύεται πάνω στο χορτοτάπητα του γηπέδου με μια
ευμεγέθη ασβεστωμένη βούλα.